- ιακχείον
- ἰακχεῑον, τὸ (Α) [Ίακχος]ιερό τού Βάκχου («παρὰ τὸ ἰακχεῑον... καθεζόμενος», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰακχεῖον — temple of Bacchus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… … Dictionary of Greek